- ρέπορτερ
- ρέπόρτερ ο άκλ. репортёр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεπόρτερ — ο (λ. αγγλ.), δημοσιογράφος που συγκεντρώνει επίκαιρες ειδήσεις: Την είδηση πρώτος την έμαθε ο ρεπόρτερ της εφημερίδας Α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεπόρτερ — ο, Ν δημοσιογράφος που έχει ως ειδική ασχολία του την έρευνα και τη συλλογή πληροφοριών και ειδήσεων για επίκαιρα γεγονότα και θέματα, καθώς και τη σύνταξη σχετικών άρθρων, με σκοπό τη δημοσίευσή τους σε ένα δημοσιογραφικό όργανο, περιοδικό είτε… … Dictionary of Greek
ρεπορτάζ — Δημοσιογραφικό είδος γραπτού λόγου για την έγκαιρη λεπτομερειακή και ζωντανή ενημέρωση των αναγνωστών σχετικά με διάφορα γεγονότα που έχουν συμβεί. Ο ρεπόρτερ πρέπει να έχει δει ο ίδιος τα γεγονότα ή να έχει πάρει μέρος στα γεγονότα που… … Dictionary of Greek
Λερού, Γκαστόν — (Gaston Louis Alfred Leroux, Παρίσι 1868 – Νις 1927). Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ήταν γιος ενός πλούσιου καταστηματάρχη. Παρακολούθησε το γυμνάσιο στη Νορμανδία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Έχοντας σπαταλήσει την πατρική κληρονομιά,… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
φωτορεπόρτερ — ο, η, Ν άκλ. φωτογράφος επικαίρων για δημοσίευση σε εφημερίδες και περιοδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ρεπόρτερ] … Dictionary of Greek
Ανεμοδουράς, Στέλιος — (Αθήνα 1917 – 2000). Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος και εκδότης. Συγκεκριμένα, συνεργάστηκε με διάφορες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κουλούρης, Χρήστος — (Λαμία 1924 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος και παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1943 με την ποιητική… … Dictionary of Greek
Λιούις, Χάρι Σινκλέρ — (Harry Sinclair Lewis, Σοκ Σέντερ, Μινεσότα 1885 – Ρώμη 1951). Αμερικανός συγγραφέας. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και στη συνέχεια εργάστηκε ως ρεπόρτερ σε διάφορες εφημερίδες. Αφού δημοσίευσε μερικά μυθιστορήματα, έγινε γνωστός στην… … Dictionary of Greek